του Γιάννη Αθανασιάδη
Για όλες τις σκιές που περιφέρονται στους ψυχρούς τσιμεντένιους τοίχους αυτής της άψυχης πόλης.
Για τις σκιές που απέμειναν μονάχες στα έρημα σταυροδρόμια.
Για τις μεταμεσονύχτιες σκιές που ο αέρας αντηχεί το ουρλιαχτό τους, και τρομάζουν τα χαρούμενα ανθρωπάκια.
Για τις σκιές που με λαχτάρα γλιστρούν έξω από τα κάγκελα της φυλακής τους.
Σκιές της νύχτας αγαπημένες... που θα σιγοσβήσουν το χάραμα... που θα σιγοσβήσουν το χάραμα.
Τούτη την ώρα γίνομαι σκιά κι εγώ και ενώνομαι μαζί σας.
Για όλες τις σκιές που περιφέρονται στους ψυχρούς τσιμεντένιους τοίχους αυτής της άψυχης πόλης.
Για τις σκιές που απέμειναν μονάχες στα έρημα σταυροδρόμια.
Για τις μεταμεσονύχτιες σκιές που ο αέρας αντηχεί το ουρλιαχτό τους, και τρομάζουν τα χαρούμενα ανθρωπάκια.
Για τις σκιές που με λαχτάρα γλιστρούν έξω από τα κάγκελα της φυλακής τους.
Σκιές της νύχτας αγαπημένες... που θα σιγοσβήσουν το χάραμα... που θα σιγοσβήσουν το χάραμα.
Τούτη την ώρα γίνομαι σκιά κι εγώ και ενώνομαι μαζί σας.